Στο τέλος του Α ́ Παγκοσμίου Πολέμου οι νικητές Σύμμαχοι υπαγόρευσαν τιμωρητικούς όρους ειρήνης στις τρεις ηττημένες μεγάλες αυτοκρατορίες. Το 1920, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραψε τη Συνθήκη των Σεβρών. Ωστόσο, τα γεγονότα δύο σύντομων ετών ανέτρεψαν τα δεδομένα επιτρέποντας στους Τούρκους να απορρίψουν τις Σέβρες και να διαπραγματευτούν μια πολύ διαφορετική ειρήνη.

Ιστορικό
Η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 ήταν η τελευταία από τις ειρηνευτικές διευθετήσεις που διαπραγματεύτηκαν στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και η μόνη που άντεξε μέχρι σήμερα. Μεσολάβησε για την ειρήνη μεταξύ της Τουρκίας και των Συμμάχων της Αντάντ : Βρετανία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Ιαπωνία, Ρουμανία και Γιουγκοσλαβία. Μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, οι δύο συμμαχικές αυτοκρατορίες της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία, είχαν καταδικαστεί με μια υπαγορευμένη ειρήνη στις Βερσαλλίες, το Σαιν Ζερμαίν και το Τριανόν. Όπως και αυτοί, έτσι και οι Οθωμανοί ήταν φορτωμένοι με πολεμικές ενοχές, αποζημιώσεις και τεράστιες απώλειες εδαφών.
Στη Διάσκεψη του Σαν Ρέμο που πραγματοποιήθηκε λίγους μήνες πριν από τις Σέβρες, η Βρετανία και η Γαλλία μοιράστηκαν μεταξύ τους τα πρώην οθωμανικά εδάφη στη Μέση Ανατολή, χρησιμοποιώντας ως προσχημα το σύστημα των Εντολών της Κοινωνίας των Εθνών. Η Συνθήκη των Σεβρών διαίρεσε την καρδιά της Αυτοκρατορίας, την Μικρά Ασία. Μόνο ένα μικρό εσωτερικό κράτος παρέμεινε υπό τουρκικό έλεγχο, αφού η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γαλλία είχαν καταλάβει τις περιοχές που τους είχαν ανατεθεί. Αρνούμενες τέτοιους όρους, οι δυνάμεις του Τουρκικού Εθνικιστικού Κινήματος υπό τον Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) εκδίωξαν τις γαλλικές δυνάμεις από τη νοτιοανατολική Μικρά Ασία.
Ενθαρρυμένος από τα αλυτρωτικά οράματα της Μεγάλης Ιδέας και του φιλέλληνα Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, ο Ελληνικός Στρατός πολέμησε βαθιά μέσα στην Μικρά Ασία. Η Μάχη του Σαγγάριου τον Σεπτέμβριο του 1921 σήμανε την αρχή του τέλους για τους εισβολείς. Την επόμενη άνοιξη, ο Μουσταφά Κεμάλ, αρνούμενος να διαπραγματευτεί ανακωχή , συνέχισε να μάχεται. Τον Σεπτέμβριο του 1922 ο Ελληνικός Στρατός είχε αποχωρήσει και η μεγάλη οθωμανική πόλη της Σμύρνης φλεγόταν. Σε πλήρη αντίθεση λοιπόν με άλλες ειρηνευτικές διασκέψεις η «Διάσκεψη της Λωζάνης για τις Υποθέσεις της Εγγύς Ανατολής» ήταν υπό διαπραγμάτευση, ενώ το «ηττημένο» μέρος είχε ακόμα στρατό στο πεδίο.
Μετά την εκδίωξη του Ελληνικού Στρατού από τη Σμύρνη, η προσοχή του Μουσταφά Κεμάλ στράφηκε στις βρετανικές και γαλλικές δυνάμεις που κατέλαβαν τα Δαρδανέλια, τα οποία κατείχαν ως μέρος μιας «Ουδέτερης Ζώνης» που δημιουργήθηκε υπό τους όρους των Σεβρών – μια ζώνη που περιελάμβανε την πρωτεύουσα των Οθωμανών, την Κωνσταντινούπολη, καθώς και τα στενά που συνδέουν τη Μαύρη Θάλασσα και το Αιγαίο πέλαγος. Οι διασυμμαχικές σχέσεις, αντί να προβάλλουν έναντι της Τουρκίας ως ένα ενιαίο μέτωπο, είχαν επιδεινωθεί σημαντικά από το 1918, εξαιτίας των διαφωνιών για τις γερμανικές αποζημιώσεις. Η Γαλλία αναγνώρισε μονομερώς το καθεστώς του Μουσταφά Κεμάλ το 1921 και εγκατέλειψε τους Βρετανούς κατά τη διάρκεια της κρίσης του Τσανάκαλε τον Σεπτέμβριο του 1922, όταν η νέα σύγκρουση μεταξύ Βρετανίας και Τουρκίας φαινόταν να πλησιάζει.
Αντιμέτωποι με την προοπτική η Βρετανία να επιστρέψει μόνη της στο πεδίο μάχης οι Βρετανοί βουλευτές από το Συντηρητικό κόμμα εξεγέρθηκαν εναντίον των ηγετών τους. Αν και διατηρήθηκε η «Ουδέτερη Ζώνη», η κρίση τερμάτισε την καριέρα του Λόιντ Τζορτζ και άλλαξε μόνιμα τη βρετανική πολιτική. Η χλιαρή απάντηση των Βρετανικών εδαφών στο κάλεσμα στα όπλα πρόβαλε, πίσω από μια πρόσοψη ενότητας της «Κοινοπολιτείας», την οδυνηρή πραγματικότητα. Η κατοχή του Ρουρ από τη Γαλλία και το Βέλγιο τον Ιανουάριο του 1923 (ενώ η διάσκεψη ήταν σε εξέλιξη) έθεσε περαιτέρω σε κίνδυνο τις σχέσεις. Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν προφανώς υποχωρήσει από τις υποχρεώσεις που πολλοί αισθάνθηκαν ότι απορρέουν φυσικά από το τολμηρό διεθνιστικό όραμα που ο πρόεδρος Woodrow Wilson είχε υπερασπιστεί στο Παρίσι το 1919.

Η Διάσκεψη
Οι διαπραγματεύσεις στο ελβετικό θέρετρο της Λωζάνης ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 1922 και χωρίστηκαν σε δύο φάσεις, μεταξύ των οποίων υπήρξε μια σύντομη παύση (4 Φεβρουαρίου-24 Απριλίου 1923) που προέκυψε όταν ο ηγέτης της τουρκικής αντιπροσωπείας Ισμέτ (Ινονού) αρνήθηκε να αφήσει τον Βρετανό ομόλογό του, υπουργό Εξωτερικών George Nathaniel Curzon να τον ωθήσει να υπογράψει ένα σχέδιο συνθήκης. Η τελική συνθήκη υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923 και επικυρώθηκε επίσημα από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση στην Άγκυρα στις 21 Αυγούστου.
Παρά την επιτυχία του ως στρατιωτικός ηγέτης, ο Ισμέτ δεν είχε σχεδόν καμία διπλωματική εμπειρία. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μερική κώφωση και το χαμηλό ανάστημά του, έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις δεκαετίες εμπειρίας του Curzon ως Αντιβασιλέα της Ινδίας και επί μακρόν υπηρετούντος στο διπλωματικό σώμα. Όπως πρότειναν οι Ούγγροι καλλιτέχνες Emery Kelèn και Alois Derso σε μία από τις πολλές καρικατούρες τους για τη Λωζάνη, το ζευγάρι φαινόταν κωμικά αταίριαστο.
«Ήταν ένας ελληνικός ναός ενάντια σε μία ομελέτα.»
– R. W. Child
Ωστόσο, ο Ισμέτ δεν ήταν ο μόνος νεοφερμένος στη Λωζάνη. Η ήττα της τσαρικής Ρωσίας από την Ιαπωνία το 1905 και η επακόλουθη άνοδος οδήγησαν τον βαρόνο Χαγιάσι να προτείνει το έθνος του ως πρότυπο για τη μελλοντική πορεία της Τουρκίας. Η κομμουνιστική Ρωσία είχε μόλις αρχίσει να επιδιώκει ανανεωμένους διπλωματικούς δεσμούς με τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά φαινόταν πρόθυμη να υποστηρίξει τον Μουσταφά Κεμάλ, τον οποίο ορισμένοι είδαν ως ανδρείκελο των κομμουνιστών . Η αμερικανική αντιπροσωπεία, αν και επισήμως ήταν παρούσα μόνο ως παρατηρήτρια, έκανε αισθητή την παρουσία της σηματοδοτώντας την έναρξη των αμερικανικών ειρηνευτικών προσπαθειών στην Μέση Ανατολή.
Οι επίσημες διαπραγματεύσεις χωρίστηκαν σε τρεις επιτροπές. Η πρώτη, υπεύθυνη για εδαφικά και στρατιωτικά ζητήματα, όρισε πού πρέπει να βρίσκονται τα σύνορα της Τουρκίας με την Ελλάδα (στη Θράκη) και τη νέα βρετανική εντολή του Ιράκ (στην πλούσια σε πετρέλαιο περιοχή της Μοσούλης). Ζήτησε επίσης μια νέα σύμβαση που θα διέπει τη διέλευση πολεμικών πλοίων μέσω των Στενών, μιας διεθνούς αρτηρίας την οποία οι Ρώσοι και οι Τούρκοι πρότειναν να κλείσει εξ ολοκλήρου για τα οπλισμένα σκάφη. Ο Ισμέτ και ο Έλληνας ομόλογός του, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, απαίτησαν ο ένας αποζημιώσεις από τον άλλο, ανταλλάσσοντας στατιστικά στοιχεία για τους πρόσφυγες και τα δημογραφικά στοιχεία της περιοχής.
«Έπειτα υπάρχει η Μοσούλη
και ο Έλληνας Πατριάρχης
Τι γίνεται με τον Έλληνα Πατριάρχη;»
-Έρνεστ Χέμινγουεϊ
Όλοι Έκαναν Ειρήνη-Τι Είναι Ειρήνη;(1923)
Η δεύτερη επιτροπή για το «Καθεστώς των Ξένων» επεδίωξε να αντικαταστήσει τις πάρωχημενς συνθηκολογήσεις, ένα πλέγμα διμερών συμβάσεων που παρείχαν στους αλλοδαπούς ένα ειδικό καθεστώς εντός της επικράτειας του Σουλτάνου, που τους επέτρεπε να να διεκδικήσουν και να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους σε ειδικά δικαστήρια. Οι Οθωμανοί είχαν καταργήσει μονομερώς τις συνθηκολογήσεις το 1914. Βρετανοί, Γάλλοι και Ιάπωνες αντιπρόσωποι θεώρησαν ότι το νομικό σύστημα της Τουρκίας δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί επαρκώς ώστε οι αλλοδαποί να αισθάνονται ασφαλείς χωρίς τέτοια προστασία. Μια τρίτη επιτροπή ασχολήθηκε με «Οικονομικά και Χρηματοπιστωτικά Ζητήματα», συγκεκριμένα πώς να μοιράσει και να μετακυλήσει το τεράστιο χρέος που συσσωρεύτηκε από το παλιό οθωμανικό καθεστώς.
«Η Τουρκία θα είναι σχεδόν η μόνη δύναμη μεταξύ των πρώην εχθρών μας που έχει βγει χωρίς απώλεια γοήτρου»
–Βαρώνος Χαγιάσι
Τα επίσημα πρακτικά των διαδικασιών δείχνουν τον Curzon να συνεργάζεται στενά με τον Maurice Bompard (Γαλλία) και τον Marquis Garroni (Ιταλία) για να τονίσει στον İsmet την ανάγκη να μαλακώσει την επιμονή του στην «ανεξαρτησία και κυριαρχία» της νέας Τουρκίας. Όπως και ο Βενιζέλος, ο Ισμέτ γνώριζε ότι έπρεπε να διατηρήσει την υποστήριξη μιας σκεπτικιστικής κυβέρνησης πίσω στην πατρίδα του. Αυτοί οι δύο αξίζουν πολλά εύσημα (ή ευθύνες, ανάλογα με την άποψη του καθενός) για τη συμφωνία για την «μη ανάμιξη » του ελληνικού και του τουρκικού πληθυσμού που υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1923. Αυτή (η συμφωνία ) εκτόπισε βίαια 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους, προσθέτοντάς τους στους εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνους των Βαλκανίων που «δεν αναμείχθηκαν» και στάλθηκαν προς τα ανατολικά με λιγότερο επίσημα μέσα κατά την προηγούμενη δεκαετία.
Αν και τυπικά μια ξεχωριστή διμερής συμφωνία, η Σύμβαση για την ανταλλαγή ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών ήταν προϊόν της Λωζάνης. Το ίδιο ισχύει και για τη Σύμβαση των Στενών, η οποία επέτρεπε την ελεύθερη διέλευση πολεμικών πλοίων από τα εν μέρει αποστρατιωτικοποιημένα στενά. Το ζήτημα των συνόρων της Μοσούλης παρέμεινε άλυτο, μέχρι το 1925, όταν η Κοινωνία των Εθνών παραχώρησε την επαρχία στο Ιράκ.

Κύρια Γεγονότα
Ιανουάριος 1918
Δεκατέσσερα Σημεία Γουίλσον
Οκτώβριος 1918
Ανακωχή του Μούδρου
Νοέμβριος 1918
Βρετανική Κατοχή Κωνσταντινούπολης
Μάιος 1919
Ελληνικές Δυνάμεις αποβιβάζονται στη Μικρά Ασία/ Ο Μουσταφά Κεμάλ αναχωρεί για την Σαμψούντα
Ιούνιος 1919
Συνθήκη Βερσαλλιών
Ιανουάριος 1920
Ίδρυσης Κοινωνίας των Εθνών
Φεβρουάριος 1920
Τουρκικό Εθνικό Σύμφωνο
Απρίλιος 1920
Διάσκεψη Σαν Ρέμο, Ταραχές Nebi Musa, Ίδρυση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης στην Άγκυρα
Αύγουστος 1920
Συμφωνία των Σεβρών
Δεκέμβριος 1920
Δημοψήφισμα και αποκατάσταση βασιλιά Κωνσταντίνου
Μάρτιος 1921
Διάσκεψη Καΐρου
Αύγουστος 1921
Μάχη Σαγγάριου
Οκτώβριος 1921
Συμφωνία Άγκυρας
Φεβρουάριος 1922
Ανεξαρτησία Αιγύπτου
Μάιος 1922
Διάσκεψη της Γένοβας
Αύγουστος 1922
Μάχη Dumlupinar
Οκτώβριος 1922
Εκλογή Μουσολίνι ως πρόεδρος
Σεπτέμβριος 1922
Κρίση Τσανάκαλε
Νοέμβριος 1922
Έναρξη Συνεδρίου της Λωζάνης
Ιανουάριος 1923
Κατάληψη Ρουρ, Σύμβαση Ανταλλαγής Πληθυσμών
Ιούλιος 1923
Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης
Οκτώβριος 1923
Ανακήρυξη Τουρκικής Δημοκρατίας
Μάρτιος 1924
Κατάργηση Χαλιφάτου.
Αντιλήψεις για τη Λωζάνη
Σύμφωνα με τη Συνθήκη, το εθνικιστικό καθεστώς έλαβε πλήρη επίσημη αναγνώριση, καθιστώντας έτσι περιττή της επί χρόνια κοινή χρήση των «Αγκύρα» και «Κωνσταντινούπολη» που είχαν χρησιμοποιηθεί ως στενογραφία, για να διακρίνουν την αντίπαλη «οθωμανική» κυβέρνηση (η οποία είχε υπογράψει τις Σέβρες) από την «εθνικιστική» κυβέρνηση. Η Τουρκία δεν έλαβε καμία αποζημίωση για τις πολεμικές ζημιές, αλλά ούτε και έπρεπε να πληρώσει η ίδια αποζημιώσεις. Το μερίδιό της στο οθωμανικό χρέος μειώθηκε δραματικά και οι προσπάθειες των Συμμάχων της Αντάντ να εξασφαλίσουν ένα «αρμενικό σπίτι» εντός της Τουρκίας εγκαταλείφθηκαν. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, μέχρι πρόσφατα, η συνθήκη εορτάζονταν ευρέως στην Τουρκία ως το «πιστοποιητικό γέννησης» του έθνους τους.
Για τους Αρμένιους, τους Κούρδους, τους Άραβες και άλλες κοινότητες που είχαν επενδύσει τόσα πολλά στη ρητορική του Γουίλσον περί «αυτοδιάθεσης» η Συνθήκη σηματοδότησε κάτι πολύ διαφορετικό. Ο Ara Toranian έχει πει για τη συνθήκη ότι ήταν «το έγκλημα του αιώνα που ήρθε μετά το έγκλημα του αιώνα, εκτός από το Ολοκαύτωμα». Το εύρος της «μη ανάμιξης» που όρισε η Λωζάνη (καθώς και η αντιληπτή «επιτυχία» της) την κατέστησαν σημείο αναφοράς στους ειρηνευτικούς διακανονισμούς μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και στη διχοτόμηση της Ινδίας. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, αυτή η κανονικοποίηση της «μη ανάμιξης» ως εργαλείο ειρήνευσης έχει επανερμηνευθεί ριζικά και τώρα θεωρείται από πολλούς μελετητές ως «εθνοκάθαρση».
«Σε αυτό το δύσκολο εγχείρημα της διαμόρφωσης μιας νέας κοινωνίας τάξης, μπορεί να είναι ή να μην είναι επιτυχείς (οι Τούρκοι) αλλά δεν θα υποταχθούν στο να περιοριστούν σε οποιοδήποτε έτοιμο δυτικό καλούπι»
A. J. Toynbee
Αν και το εθνικιστικό καθεστώς είχε εκθρονίσει τον Σουλτάνο και κατήργησε το χαλιφάτο το 1924, πολλοί μη Τούρκοι μουσουλμάνοι έδειξαν έντονο ενδιαφέρον για τις διαδικασίες στη Λωζάνη και άντλησαν δύναμη από αυτήν. Το πώς ακριβώς και σε ποιο βαθμό ταυτίστηκαν παραμένει ανοιχτό για συζήτηση. Ωστόσο, για τους Βρετανούς και Αμερικανούς παρατηρητές εκείνης της εποχής, η Λωζάνη αντιπροσώπευε μια νίκη για το «Νεαρό Ισλάμ», ή απλά «την Ανατολή». Ήταν η στιγμή που ανυψώθηκαν εκείνοι που ο «λευκός άνθρωπος» θεωρούσε για αιώνες ως δεύτερης κατηγορίας. Το ποιος αναζητούσε την «αυτοδιάθεση», είτε ως «πολιτισμός», είτε ως κοινότητα πεποιθήσεων, είτε ως φυλή είτε ως έθνος, δεν ήταν καθόλου σαφές.
